-
1 одолжение
-я ουδ.1. δανεισμός, δάνεισμα. || τα δανεικά χρήματα.2. υποχρέωση• καλοσύνη εκδούλευση, εξυπηρέτηση.εκφρ.сделайте одолжение – α) κάνετε μου τη χάρη. β) συγκατατεθείτε (φιλοφρονητική έκφραση). -
2 услуга
1. (действие, приносящее помощь, пользу другому) η υπηρεσί/αоказать - у κάνω τη χάρη, εξυπηρετώ2. -й (обслуживание) οι υπηρεσίεςпредлагать - и προτείνω/προσφέρω τις -- связи - επικοινωνίας, τηλεφωνικές -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > услуга